mum$50886$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mum$50886$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
MUM; Mum (disambiguation); MUM (disambiguation)

mum      
n. moeder, mamma, mama, mam; stilte
soccer mom         
  • Queens, New York]]
TERM FOR DEMOGRAPHIC SEGMENT
Soccer mom (United States); Soccer moms; Soccer mum; Soccer Mom; Security mom; Soccer dad; Hockey mom; Soccer mother; Football mom
n. blanke vrouw met kinderen die in de buitenwijken woont
collect call         
TELEPHONE CALL AT THE CALLED PARTY'S EXPENSE
Reverse charge call; Collect calling; 1800 Reverse; 0800 REVERSE; 1800 - Reverse; 0800REVERSE; 1800REVERSE; 1800 Mum Dad; Reverse Charge call; International Freephone Service; Collect Call; Reverse charges
n. collect bellen,collect gesprek

Ορισμός

mum
mum1
¦ noun Brit. informal one's mother.
--------
mum2
¦ adjective (in phr. keep mum) informal remain silent so as not to reveal a secret.
Phrases
mum's the word do not reveal a secret.
Origin
ME: imitative of a sound made with closed lips.
--------
mum3
¦ verb (mums, mumming, mummed) act in a mummers' play.
Origin
ME: cf. mum2 and Mid. Low Ger. mummen.

Βικιπαίδεια

Mum

Mum or MUM may refer to: